ἄγω

ἄγω
+ V 28-38-67-39-102=274 Gn 2,19.22; 38,25; 42,34.37
A: to bring (towards), to lead (on) [τινα] Gn 2,19; to bring, to lead [τι] Is 31,2; to bring up, to educate [τινα] 1 Mc 6,15; to take forcibly, to catch [τι] (of anim.) Jb 40,25; to drive (a waggon) [τι] 1 Chr 13,7; to gather (a force) [τι] 1 Chr 20,1; to hold, to keep, to celebrate [τι] TobBA 11,19; to keep, to observe [τι] Prv 11,12; to esteem [τί τι] 3 Mc 7,15; to treat [τινα] Sir 33,32; to pass [τι] (of time) Ez 22,4
M: to take one with oneself [τινα] (as in marriage), to live together Wis 8,9
καὶ ἤγαγεν αὐτοῦς μετοικεσίαν and he carried them captive 2 Kgs 24,16; καὶ τοῦ ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν τὴν κατασκευὴν τοῦ οἴκου σου and to accomplish the construction of your house 1 Chr 29,19; πῶς ἂν ἀχθείη τοῦτο ἐπὶ πέρας; how should this be brought to an end? Est 3,13c, see πέρας; ἤγαγον τὴν ἡμέραν ἐκείνην they kept that day, they celebrated that day 1 Mc 7,48; καὶ ἤγαγεν τὸ πάσχα he held the feast of the passover 1 Ezr 1,1; και ἐζήτησα νύμφην ἀγαγέσθαι ἐμαυτῷ and I desired to make (her) my spouse Wis 8,2; ἄγε (δή) come on! JgsB 19,6
*Lam 1,4 ἀγόμεναι taken forcibly -נהוגות for MT נוגות afflicted; *Is 9,5 ἄξω I will bring-אביא for MT
אביעד Everlasting Father
Cf. WEVERS 1998 85. 106; →SCHLEUSNER (Ez 28,16)
(→ἀνἄγω, ἀντιπαρἄγω, ἀπ-, ἀποσυνἄγω, διἄγω, διεξ-, εἰσἄγω, ἐξἄγω, ἐπἄγω, ἐπανἄγω, ἐπισυνἄγω, κατ-, μετ-, παρἄγω, περιἄγω, προἄγω, προσἄγω, συνἄγω, συναπ-, ὑπἄγω, ὑπερἄγω,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άγω — βλ. πίν. 135 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: άγω, άγομαι : κυρίως σε στερεότυπες εκφρ., όπως άγεται και φέρεται …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἁγώ — ἀγώ , ἀγός leader masc nom/voc/acc dual ἐγώ , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • ἄγω — ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg ἄγω lead pres subj act 1st sg ἄγω lead pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγω — άγομαι (συνήθως σύνθετο: εξάγω, εισάγω, παράγω, προάγω κτλ.), φέρνω, οδηγώ: Αυτός άγεται και φέρεται από τη μητέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγώ(γ)ι — το 1. το φορτίο που μεταφέρεται με αμοιβή: Αυτό, εκείνη την ημέρα, ήταν το δεύτερο αγώι που έκανε. 2. αμοιβή για τη μεταφορά, τα αγωγιάτικα: Zήτησε μεγάλο αγώι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγῶ — ἀ̱γῶ , ἄγνυμι break aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἀ̱γῶ , ἀγάω imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγάω pres imperat mp 2nd sg ἀγάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀγάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀγάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγῷ — ἀγάω pres opt act 3rd sg ἀγάζω exalt overmuch fut opt act 3rd sg ἀγός leader masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώ — ἀγός leader masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἄγω — ἄγω , ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg ἄγω , ἄγω lead pres subj act 1st sg ἄγω , ἄγω lead pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”